Scroll Top

Οι επιχειρήσεις (όπως και τα κράτη άλλωστε) δεν αποπληρώνουν τα δάνεια τους, απλά τα εξυπηρετούν

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών αποτελούν ένα μόνιμο βαρίδι στους ισολογισμούς τους δημιουργώντας ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης και περιορίζοντας την δυνατότητα τους για παροχή νέων υγιών δανείων.

Το σημαντικότερο μέλημα των ελληνικών τραπεζών σήμερα, είναι το πως μπορούν να μετατρέψουν τα καθυστερούμενα δάνεια σε εξυπηρετούμενα. Αυτό πραγματοποιείται κυρίως με τις ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις δανείων όπου ένα δάνειο σε καθυστέρηση ρυθμίζεται και επανέρχεται σε ενήμερη κατάσταση.

Σημαντικό για την τράπεζα δεν είναι το δάνειο απαραίτητα να αποπληρώνεται αλλά να εξυπηρετείται. Η λέξη κλειδί είναι η “εξυπηρέτηση” του δανείου και όχι η αποπληρωμή του.

Για να καταλάβουμε καλύτερα τι θεωρείται από τις τράπεζες ως “εξυπηρέτηση δανείου”, ας δούμε ένα παράδειγμα με δύο επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ακριβώς τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες.

1η επιχείρηση:

Η 1η επιχείρηση έχει υφιστάμενο δανεισμό στην τράπεζα ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ (1.000.000€). Λόγω της οικονομικής κρίσης και της σημαντικής πτώσης του κύκλου εργασιών της, η επιχείρηση διαπραγματεύτηκε τους όρους δανεισμού με την τράπεζα και πέτυχε ευνοϊκή ρύθμιση. Συγκεκριμένα, για τα επόμενα δύο έτη θα καταβάλει μόνο τόκους και το επιτόκιο του δανείου μειώθηκε σημαντικά στο 3%. Η επιχείρηση πληρώνει ετησίως 30.000€ για την εξυπηρέτηση του δανείου του ενός εκατομμυρίου.

2η επιχείρηση:

Η 2η επιχείρηση διατηρεί ένα δάνειο στην τράπεζα ύψους 180.000€ αλλά δεν έχει προβεί σε ρύθμιση ή αναδιάρθρωση του. Έτσι το δάνειο έχει μία επταετή διάρκεια αποπληρωμής και το επιτόκιο του είναι στο 9%. Η μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση ανέρχεται σε 2.896€ και η ετήσια επιβάρυνση του σε 34.752€. Η επιχείρηση μετά βίας καταφέρνει να καταβάλει μηνιαίως 2.500€ ή ετησίως ένα ποσό ίσο με 30.000€ (ίσο με της 1ης επιχείρησης), που όμως δεν εξοφλεί τις δόσεις που τρέχουν με αποτέλεσμα το δάνειο να είναι μόνιμα ληξιπρόθεσμο.

Ενώ οι δύο επιχειρήσεις έχουν τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες, η 1η επιχείρηση εξυπηρετεί δανεισμό 1.000.000€ ενώ η 2η αδυνατεί να εξυπηρετήσει δάνειο μόλις 180.000€.

Συμπέρασμα: Οι επιχειρήσεις πρέπει να διαπραγματεύονται τους όρους δανεισμού τους. Οφείλουν αυτό να το πράττουν με τρόπο επαγγελματικό, τεκμηριωμένο, με κατάθεση μελέτης βιωσιμότητας και όχι με απλή προφορική διαπραγμάτευση με τις τράπεζες. Οι τράπεζες από την άλλη, όταν γίνονται αποδέκτες τεκμηριωμένων προτάσεων αναδιάρθρωσης από επιχειρήσεις, εξετάζουν με πολύ μεγαλύτερη διαλλακτικότητα τις υποθέσεις αυτές και σχεδόν πάντα το αποτέλεσμα είναι η βελτίωση των όρων της σύμβασης.

*Χάρης Αποστολάκης haris@i-mentor.gr (Σύμβουλος Επιχειρήσεων, πρώην τραπεζικό στέλεχος)

Μετάβαση στο περιεχόμενο